σκαραμάγγι

σκαραμάγγι
το / σκαραμάγγιον, ΝΜ, και σκαράμαγγον και σκαραμάγγιν Μ
(στο Βυζάντιο) πολυτελές και πολύχρωμο ύφασμα
μσν.
1. εσωτερικό μακρύ εσώρουχο με ζώνη
2. χειριδωτός χιτώνας κατασκευασμένος από το παραπάνω ύφασμα τον οποίο φορούσαν ο αυτοκράτορας, οι αυλικοί και άλλοι άρχοντες τού Βυζαντίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκαμάγγι — το, Ν μπάλα, τούφα από καθαρό βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη λ. σκάμ μα* «αφρώδες νερό με σαπούνι», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκαμμ άκιον, ενώ, κατ άλλους, από τη λ. σκαραμάγγι «πολυτελές ύφασμα».… …   Dictionary of Greek

  • σκαραμαγγάς — και σκαραμαγκάς, ο, Ν αυτός που κατασκευάζει ή πουλά σκαραμάγγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαραμάγγι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”