- σκαραμάγγι
- το / σκαραμάγγιον, ΝΜ, και σκαράμαγγον και σκαραμάγγιν Μ(στο Βυζάντιο) πολυτελές και πολύχρωμο ύφασμαμσν.1. εσωτερικό μακρύ εσώρουχο με ζώνη2. χειριδωτός χιτώνας κατασκευασμένος από το παραπάνω ύφασμα τον οποίο φορούσαν ο αυτοκράτορας, οι αυλικοί και άλλοι άρχοντες τού Βυζαντίου.
Dictionary of Greek. 2013.